εντομοκτόνος

εντομοκτόνος
-α, -ο
1. ο χρήσιμος για την καταστροφή των βλαβερών ή ενοχλητικών εντόμων: Σκόνη εντομοκτόνα.
2. το ουδ. ως ουσ., εντομοκτόνο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εντομοκτόνος — ο 1. αυτός που εξολοθρεύει τα έντομα 2. το ουδ. ως ουσ. το εντομοκτόνο ουσία που καταστρέφει τα έντομα …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • εντομοφθόρος — ο 1. ο εντομοκτόνος 2. το θηλ. ως ουσ. η εντομοφθόρος γένος ζυγομυκήτων που ζουν παρασιτικά στα έντομα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”