- εντομοκτόνος
- -α, -ο1. ο χρήσιμος για την καταστροφή των βλαβερών ή ενοχλητικών εντόμων: Σκόνη εντομοκτόνα.2. το ουδ. ως ουσ., εντομοκτόνο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.